ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ
(απόσπασμα από το άρθρο του Δ.Γιαλαμά «Νεοελληνικές σπουδές στη Ρωσία» από το σύγγραμμα Οι ελληνικές σπουδές στην Ευρώπη : ιστορική ανασκόπηση από την Αναγέννηση ως το τέλος του 20ού αιώνα / επιστημονική επιμέλεια Ι. Ν. Καζάζης ; σε συνεργασία με τη S. Velkova ; επιμέλεια έκδοσης Σ. Αλεξανδρίδου, Ι. Παπαβασιλείου-Αλεξίου, Κ. Πλασταρά, Μ. Σωτηρίου, Σ. Φράγκος. Θεσσαλονίκη, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2009)
1. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ 15ο ΕΩΣ ΤΟΝ 18ο ΑΙ.
1.1. ΠΡΩΤΕΣ ΕΠΑΦΕΣ, POSOL’SKIJ PRIKAZ, ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΙΔΡΥΣΗΣ ΣΧΟΛΩΝ, ΣΛΑΒΟΓΡΑΙΚΟΛΑΤΙΝΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ, ΣΧΟΛΗ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ, ΣΛΑΒΟΡΓΑΙΟΚΟΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ
Η γνώση της ελληνικής γλώσσας (αρχαίας και νέας) στη Ρωσία τοποθετείται, χρονολογικά πολύ παλιά. Αν λάβουμε υπόψη τις σχέσεις των Ελλήνων με τους Ρως κατά τη βυζαντινή περίοδο, αλλά και τις σχετικές προφορικές παραδόσεις, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι η γνώση της νέας ελληνικής συνδέεται χρονολογικά με τις πορείες των σκανδιναβικών λαών προς την Κωνσταντινούπολη μέσω Ρωσίας, γνωστές στη ρωσική βιβλιογραφία ως «πορείες από τους Βαράγγους στους Έλληνες». Η ερευνήτρια L. Kovtun αναφέρει: «Αφού μάθαιναν στο πλαίσιο των επαφών τους με το Βυζάντιο και το Άγιον Όρος την καθομιλουμένη ελληνική, οι Ρώσοι στην πατρίδα τους μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τη γνώση αυτή στο πλαίσιο μυστικών ή συντεχνιακών γλωσσών. Κατάλοιπα αυτής της αργκό διατηρήθηκαν μέχρι τις ημέρες μας και αποτελούν σπάνια μεσαιωνικά γλωσσικά δείγματα».
Δύο παλαιότατες γλωσσικές μαρτυρίες της ανατολικής σλαβικής φιλολογικής σκέψης, που αφορούν την καθομιλουμένη ελληνική γλώσσα, ανάγονται στον 15ο αιώνα. Πρόκειται για το μικρό γλωσσάρι “Gretskoj jazyk” και τους διαλόγους “Rech’ Tonkoslovija Grecheskago”. To μικρό γλωσσάρι το έγραψε ανώνυμος Ρώσος μετά από συζητήσεις του με κάποιον Γεώργιο, Έλληνα (κατονομάζεται ως «Γιούρι») από την Κωνσταντινούπολη. Το δεύτερο έργο δεν είναι λεξικό, αλλά, όπως το χαρακτηρίζει ο Μ. Vasmer, «παλαιορωσικοί-μεσαιωνικοί ελληνικοί διάλογοι» γραμμένοι από Ρώσο περιηγητή για πρακτική χρήση. Και στα δύο αυτά έργα οι ελληνικές λέξεις και φράσεις αποδίδονται με κυριλλικά στοιχεία, διότι απευθύνονται σε σλαβόφωνους που καλούνται να τις προφέρουν, χωρίς να γνωρίζουν καθόλου ελληνικά. Σύμφωνα με τον Ρώσο ερευνητή Ν. Nikol’skij, τα έργα αυτά αποτελούν την αρχαιότερη περιγραφή της καθομιλουμένης ελληνικής γλώσσας όχι μόνο στη ρωσική βιβλιογραφία, αλλά και στη δυτικοευρωπαϊκή.
Κατά τον 16ο και 17ο αι., στη Ρωσία υπήρχαν λόγιοι, οι οποίοι γνώριζαν καλά τη νέα ελληνική, όπως για παράδειγμα ο ιερομόναχος Τιμόθεος, που έζησε (1665-1680) και σπούδασε (δεκαετία του 1670) για μεγάλο χρονικό διάστημα στον ελληνικό κόσμο. Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να γίνει λόγος για μελέτη της ελληνικής γλώσσας στη Ρωσία προ της δεκαετίας του 1680. Τέτοιου είδους μελέτη εμφανίζεται για πρώτη φορά στο σχολείο του Τιμόθεου και συστηματοποιείται στο πλαίσιο της δραστηριότητας των αδελφών Λειχούδη. Ένας χώρος, όπου αναμφίβολα διέπρεψαν ελληνομαθείς στην Μόσχα κατά τον 17ο αι., ήταν το Posol’skij prikaz (υπηρεσία αντίστοιχη ενός σημερινού Υπουργείου Εξωτερικών), όπου εκτός μεμονωμένων εξαιρέσεων Ελλήνων, όπως ο περίφημος Νικόλαος Σπαθάρης, υπηρέτησαν ως επίσημοι μεταφραστές της αλληλογραφίας της ρωσικής κυβέρνησης με εκπροσώπους του ελληνικού κόσμου. Μερικοί από αυτούς έμαθαν την ελληνική γλώσσα στο πλαίσιο της μακράς διαμονής τους στην Ορθόδοξη Ανατολή, κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, άλλοι υπήρξαν μαθητές των αδελφών Λειχούδη, όπως λ.χ. ο Moisej Arsen’ev ή, σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτη πληροφορία του μητροπολίτη Ευγένιου, ο Aleksej Barsov. To επίπεδο, η βαθύτητα και η ακρίβεια της γνώσης της ελληνικής γλώσσας συχνά εντυπωσιάζουν τους μελετητές των ιστορικών αυτών εγγράφων.
Το 1585, ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Σιλβέστρος γράφει στον Τσάρο Fedor Ivanovich: «…ίδρυσε σχολεία και τοποθέτησε δασκάλους να διδάξουν τα ελληνικά γράμματα και να διδάξουν από τις θείες γραφές τη σοφία του Θεού και την ορθόδοξη πίστη».
To 1593, ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγάς γράφει στον Τσάρο Fedor Ivanovich: «…ίδρυσε ελληνική σχολή σαν μια ζωντανή σπίθα της σοφίας του Θεού, διότι εδώ σ’ εμάς η πηγή αυτή της σοφίας κινδυνεύει να σβήσει οριστικά».
Η πρώτη σκέψη για ίδρυση μόνιμης ελληνικής σχολής με τη βοήθεια Ελλήνων δασκάλων έγινε το 1632, από τον πρωτοσύγκελο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας Ιωσήφ, από τον οποίο ο τσάρος και ο πατριάρχης ζήτησαν να μείνει στη Μόσχα «με σκοπό να επιτελέσει πνευματικό χρέος: να μεταφράσει ελληνικά βιβλία στα σλαβικά και να διδάξει σε σχολείο μικρά παιδιά την ελληνική γλώσσα και τις γραφές». Η ιδέα αυτή δεν υλοποιήθηκε, διότι ο Ιωσήφ σύντομα πέθανε.
Το 1645, ετέθη και πάλι το ζήτημα ιδρύσεως ελληνικής σχολής στη Μόσχα από τον απεσταλμένο του Οικουμενικού Θρόνου μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Θεοφάνη, ο οποίος έγραψε στον τσάρο: «…δώσε διαταγή να ιδρυθεί στη Μόσχα ελληνικό τυπογραφείο και να έλθει Έλληνας δάσκαλος να διδάξει τα μικρά παιδιά στη Ρωσία φιλοσοφία και θεολογία, ελληνική γλώσσα και ρωσικά». Το 1646, με έγκριση των ρωσικών αρχών, ο Θεοφάνης έστειλε στη Μόσχα τον αρχιμανδρίτη της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Βενέδικτο, τον οποίο παρουσίασε ως μεγάλο διδάσκαλο και βαθύ γνώστη της ελληνικής γλώσσας. Ωστόσο, ο Βενέδικτος δεν κέρδισε την εμπιστοσύνη των αρχών στη Μόσχα (κατηγορήθηκε ως υπερόπτης) και, αφού έλαβε ως αποζημίωση ένα αξιοσέβαστο ποσό, αναχώρησε άπρακτος για την πατρίδα του.
Το 1649, έφθασε στη Μόσχα ο Αρσένιος ο Γραικός, ο οποίος συνόδευε τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Παΐσιο, και παρέμεινε στη Μόσχα για να διδάξει ρητορική τέχνη. Σύντομα ο Αρσένιος συκοφαντήθηκε και εξορίστηκε (1662-1666) στη μονή Solovetskij, στον μακρινό ρωσικό Βορρά. Στη συνέχεια επέστρεψε στη Μόσχα. Ο Αρσένιος είχε μια λαμπρή καριέρα μεταφραστή έργων εκκλησιαστικής γραμματείας από τα ελληνικά, ωστόσο, δεν μας είναι γνωστό αν τελικά κατόρθωσε να ιδρύσει τη σχολή του ή όχι.
Το 1653, οι προκαθήμενοι των Πρεσβυγενών Πατριαρχείων έστειλαν στη Μόσχα και άλλον δάσκαλο, τον μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτης Γαβριήλ Βλάσιο, τον οποίο, ωστόσο, οι ρωσικές αρχές δεν αποδέχθηκαν για τον ρόλο αυτό, λόγω του ιδιαίτερα υψηλού αξιώματός του.
Το 1666, στο αποκορύφωμα της σχισματικής κρίσης στη Ρωσική Εκκλησία, παρόμοιες απόψεις με τους’Ελληνες πατριάρχες εξέφρασε ο μητροπολίτης Γάζης Παΐσιος Λιγαριδης, στενός συνεργάτης του τσάρου Alekseij Mikhajlovich στην επίλυση της υπόθεσης του πατριάρχη Νίκωνος, ο οποίος υποστήριξε ότι το σχίσμα έγινε «λόγω ελλείψεως σχολείων για τον λαό, όπως επίσης και λόγω πενίας και ανεπάρκειας των ιερών βιβλιοθηκών». Ως διέξοδο πρότεινε την ίδρυση σχολείων και τη διάδοση των βιβλίων. Γράφει στον τσάρο: «Πρέπει να διδάσκονται οι γλώσσες και κατά κύριο λόγο η ελληνική… Στα ελληνικά έγραψαν οι Ευαγγελιστές. Είναι μεγαλύτερη η καθαρότητα της πηγής, παρά της μετέπειτα ροής [του ποταμού]…».
Μία ακόμη απόπειρα ίδρυσης στη Μόσχα ανώτερης σχολής ελληνοκεντρικού χαρακτήρα πραγματοποιήθηκε το 1667-1668 στην Bronnaja Sloboda, στον ναό του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, με το Σλαβογραικολατινικό Γυμνάσιο, όπου θα διδασκόταν η γραμματική και άλλες ελευθέριες επιστήμες. Το πρόγραμμα αυτό επρόκειτο να υλοποιήσει ο γνωστός Ρώσος λόγιος του 17ου αι. Simeon Polotskij. Το γενικότερο σχέδιο λειτουργίας της σχολής αυτής, αλλά και το πρόγραμμα σπουδών εγκρίθηκαν από τον τσάρο Aleksej Mikhajlovich και επιδοκιμάστηκαν από τους πατριάρχες Αλεξανδρείας Παΐσιο, Αντιόχειας Μακάριο και Μόσχας Ιωάσαφ. Η σχολή αυτή, ωστόσο, δεν λειτούργησε ποτέ.
Το 1681, ιδρύθηκε στο Τυπογραφείο της Μόσχας ελληνική σχολή, που στη συνέχεια εξελίχθηκε σε ελληνοσλαβική, με επικεφαλής τον ιερομόναχο Τιμόθεο, που μόλις είχε επιστρέψει από μακροχρόνιο ταξίδι (τουλάχιστον 14 χρόνια) στην ορθόδοξη Ανατολή. Η Σχολή του Τυπογραφείου, όπως είναι γνωστή στην επιστημονική βιβλιογραφία, λειτούργησε περίπου 7 χρόνια και σταδιακά – από το 1685 ως τα τέλη του 1687 – αφομοιώθηκε από την Σλαβογραικολατινική Ακαδημία των αδελφών Λειχούδη. Η ιδέα του Τιμοθέου να ιδρυθεί ελληνικό σχολείο στη Μόσχα υπήρξε ένα ειλικρινές όραμα και όχι μια προσωπική φιλοδοξία. Απόδειξη αποτελεί όχι μόνο ο ομαλός τρόπος με τον οποίο παραχώρησε στους αδελφούς Λειχούδη τη διδασκαλία, αλλά και οι παλαιότερες προσπάθειες του να προσελκύσει στη Μόσχα τον δάσκαλό του από την Κωνσταντινούπολη Σεβαστό Κυμινήτη, ο οποίος, σε επιστολή του – ο Boris Fonkich την τοποθετεί στο έτος 1681 – γράφει «…κυρ Τιμόθεε, ως μαθητής ευγνώμων προς τον διδάσκαλον, θέλωντας να μας ανταποδώση πολλαπλασίους την χάριν, ζητάς διά τίμιου σου γράμματος την γνώμην μας αν θελήσωμεν να έρθωμεν αυτού να μεταδώσωμεν και αυτού την χάριν της ελληνικής παιδείας τε και μαθήσεως. Και ιδού οπού σε γράφω την γνώμην μου. Πως ημείς κατά το παρόν αυτού, αν μας γράφης, δεν ημπορούμεν να ερθούμεν διά πολλάς αίτιας». Στην συνέχεια παραθέτει τις τρεις βασικότερες αιτίες της άρνησής του: «ένα μεν διότι μας είχε καταδαμασμένους η ξενιτεία και θέλομεν τώρα, Θεού θέλοντος, δι’ ευχών σου να πηγένωμεν εις την πατρίδα μας. διά να πάρωμεν ολίγην άνεσιν από τούς κόπους• δεύτερον πώς αυτού οι μαθητάδες ακόμη γλώσσαν κοινήν δεν έμαθον, και ημείς μοσχόβικα δεν ηξεύρομεν και δεν ημπορούμεν να τους εξηγήσωμεν τίποτες. Κάμνει χρείαν λοιπόν να βάλη πρώτον κόπον εις τους μαθητάς περισσότερον διά να τους μάθη την κοινήν γλώσσαν καλά, και τότες, αν είναι θέλημα Θεού, θέλετε μας γράψει, πέρνωντές μας και γράμμα αυθεντικόν βουλωμένον, αμή νάναι ρωμαϊκά γραμμένον, να ερθούμεν και ημείς αυτού να κοπιάσωμεν με όλην μας την ψυχήν και καρδίαν να τους ωφελήσωμεν εις ό,τι μας εφώτισε και μας εχάρισεν ο Θεός. Είναι και τρίτη αίτια, διότι μας επαρακάλεσαν οι συμπατριώται μας πηγένωντας εις την πατρίδα μας να μη καθόμαστεν αργοί αμή να ωφελήσωμεν και εκεί μερικόν τίποτες, όπου είναι παντάπασιν άμοιροι από τον τοιαύτην σπουδών των γραμμάτων. Αυτά και τα τοιαύτα μας εμποδίζουν κατά το παρόν να ερθούμεν αυτού, αμή ύστερον και ημείς το επιθυμούμεν να ερθούμεν αυτού διά την ωφέλειαν των μαθητών. Αυτή είναι ή γνώμη μας• και πάλιν ας μη λείψη το γράμμα σας, να μάθωμεν την υγείαν σας και την προκοπήν των μαθητών.
Ο Τιμόθεος ακολούθησε με μεγάλη συνέπεια την παραγγελία του δασκάλου του, και στο πρόγραμμα της Σχολής του Τυπογραφείου σημαντικότατο ρόλο έπαιζε η διδασκαλία της «κοινής» ελληνικής γλώσσας, γεγονός που εξασφάλισε στους αδελφούς Λειχούδη τη δυνατότητα να ξεκινήσουν από την αρχή της διαμονής τους στη Μόσχα τη διδασκαλία στους Ρώσους φοιτητές τους, οι οποίοι, χάρη στον Τιμόθεο, γνώριζαν καλά την «κοινή» ελληνική γλώσσα της εποχής. Από τη γλώσσα αυτή μετέφρασαν, το 1687, στα σλαβικά το αντιλατινικό αντιρρητικό έργο των διδασκάλων τους Άκος, και στη γλώσσα αυτή επικοινωνούσαν με τους αδελφούς Λειχούδη, επί σειρά ετών, στην Ακαδημία. Στη Σχολή του Τυπογραφείου δίδαξαν τρεις δάσκαλοι: ο ιερομόναχος Τιμόθεος (από το 1681 έως το 1687), που εκτελούσε παράλληλα και χρέη πρυτάνεως, ο Έλληνας Μανουήλ Γρηγορίου εκ Μυτιλήνης (από το 1681 έως το 1683) και ο επίσης Έλληνας ιερομόναχος Ιωακείμ (από το 1683 έως το 1685). Στοιχεία σχετικά με τη διδασκαλία άλλων μαθημάτων εκτός της ελληνικής και της σλαβικής γλώσσας δεν υπάρχουν, και για πολλούς λόγους οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι οι επιστημονικές φιλοδοξίες της Σχολής του Τυπογραφείου ήταν περιορισμένες. Ωστόσο, στη διάθεση των μαθητών υπήρχαν τετρακόσια ογδόντα επτά βιβλία φιλολογικού περιεχομένου (γραμματικές, λεξικά, έργα αρχαίων τραγικών, Όμηρος κ.ά.), αλλά και εκκλησιαστικού, φιλοσοφικού, ιατρικού, ρητορικού και ιστορικού περιεχομένου. Η σημασία της Σχολής του Τυπογραφείου, του πρώτου συστηματικά οργανωμένου σχολείου της Μεγάλης Ρωσίας, στο οποίο φοίτησαν πάνω από σαράντα σπουδαστές, είναι τεράστια, διότι προετοίμασε τον δρόμο για τη λειτουργία της Σλαβογραικολατινικής Ακαδημίας, η οποία υπήρξε κατά κάποιο τρόπο άμεση και φυσική εξέλιξη της Σχολής του Τυπογραφείου.
1.2. ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΛΕΙΧΟΥΔΗ. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
Οι αδελφοί Λειχούδη, Ιωαννίκιος (1633-1717) και Σωφρόνιος (1652-1730), έφθασαν στη Μόσχα στις 6 Μαρτίου 1685, μετά από διετές περιπετειώδες ταξίδι, και παρουσίασαν στις ρωσικές αρχές επιστολή των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως Διονυσίου, Αλεξανδρείας Παρθενίου, Ιεροσολύμων Δοσιθέου και μεγάλου αριθμού αρχιερέων του Οικουμενικού Θρόνου, που τους συνιστούσαν ως διδασκάλους και θεολόγους. Στην επιστολή αυτή μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι “…οι επιφέροντες το παρόν λογιώτατοι διδάσκαλοι και κήρυκες τού Ευαγγελίου, και οσιώτατοι ιερομόναχοι, και πν(ευματ)ικοί κυρ Ιωαννίκιος…, και κυρ Σωφρόνιος… από της περίφημου πολιτείας της Κεφαλληνίας ορμώμενοι, αδελφοί και τοις σώμασι, και ταις ψυχαίς, και τοις μαθήμασι, σχολάσαντες εν τη Ιερά σπουδή ικανώς και εγκρατείς γινόμενοι φιλοσοφικών τε και θεολογικών μαθημάτων, ώστε δύναμιν εσχηκέναι αρκούσαν μαθητάς τε διδάσκειν, και το Ιερόν Ευαγγέλιον κηρύττειν τοις ευσεβέσιν ορθοδόξως και ευσεβώς, εμπειρίαν τε ουκ ολίγην εκ των Γραφικών βιβλίων αναλεξάμενοι. και πανταχόθεν ιεροίς κοσμήμασιν ιερώς κατακεκοσμηθέντες, δείν έγνωσαν εξελθείν της σφων π(ατ)ρίδος, και περιελθείν και εν αλλοδαπαίς, ου μόνον περιηγήσεως χάριν, αλλά και πολαπλασιασμού του εν αυτοίς διδασκαλικού ταλάντου, και ωφελείας των χριστιανών, και δη χρόνον ικανόν εν τη Βασιλευούση διατρίψαντες..”.
Αμέσως μόλις έφθασαν στη Μόσχα, οι αδελφοί Λειχούδη άρχισαν τη διδασκαλία με τους πρώτους επτά μαθητές που ήλθαν από τη Σχολή του Τυπογραφείου, οι οποίοι σε μερικά χρόνια (Χριστούγεννα 1687) είχαν φθάσει ήδη τους εκατόν τέσσερις. Δίδασκαν σύμφωνα με το κλασικό μεσαιωνικό σχολαστικό εκπαιδευτικό δόγμα του Trivium (Γραμματική, Ρητορική, Διαλεκτική), όπως είχαν και οι ίδιοι σπουδάσει στο Κοττουνιανό Φροντιστήριο και στη Βενετία, πλάι σε διδασκάλους όπως ο Γεράσιμος Βλάχος και ο Αρσένιος Καλλούδης. Την Ελληνική Γραμματική, την Ποιητική, τη Ρητορική και τη Λογική δίδαξαν στα ελληνικά, σειρά φιλοσοφικών αντικειμένων με ερμηνείες του Αριστοτέλη στα ελληνικά και τα λατινικά, ενώ τη Λατινική Γραμματική στα λατινικά. Την κοινή ελληνική, όπως και στη Σχολή του Τυπογραφείου, τη χρησιμοποίησαν ως μεταγλώσσα, όχι μόνο για την πρακτική συνεννόηση μεταξύ διδασκάλων και μαθητών αλλά και για τη διδασκαλία, ακόμα και για τη μετάφραση από τα αρχαία ελληνικά. Η μεγάλη επιτυχία του έργου τους προκάλεσε αμέσως τον φθόνο των ανταγωνιστών τους. Με όργανο τον ιερομόναχο Sil’vestr Medvedev, οπαδό της λατινικής παιδείας, την οποία προσπαθούσαν να επιβάλουν στη Ρωσία οι Ιησουίτες μέσω της Πολωνίας και της Μικράς Ρωσίας (Ακαδημία του Κιέβου), κήρυξαν ανελέητο πόλεμο στους αδελφούς Λειχούδη, ο οποίος διήρκεσε τουλάχιστον τρία χρόνια. Ο αγώνας τους για την ελληνική παιδεία και γνώση τούς ανέδειξε εντέλει νικητές. Γράφουν σχετικά με τον αντίπαλό τους Sil’vestr «…ότι είναι άνθρωπος αγράμματος, διότι ουδέποτε εσπούδασε κάτι, δεν γνωρίζει την ελληνική γλώσσα και κατά συνέπεια ούτε τη λατινική ή τη σλαβική, διότι η ελληνική γλώσσα είναι η βάση της λατινικής και της σλαβικής, οι Άγιοι Πατέρες έγραφαν στην ελληνική και όποιος δεν γνωρίζει την γλώσσα αυτή, κατέχει άσχημα και τους Αγίους Πατέρες. Καθόσον φρέαρ βαθύ είναι η ελληνική γλώσσα και μέγα χρειάζεται σκεύος για να αντλήσεις από αυτή νερό…».
Οι αδελφοί Λειχούδη δίδαξαν στην Ακαδημία από τον Μάρτιο του 1685 έως τον Αύγουστο του 1694, οπότε και διώχθηκαν. Από το 1694 έως το 1697 παραδίδουν ιδιαίτερα μαθήματα ιταλικών, και από τις 15 Μαΐου του ίδιου έτους, με τσαρικό οκάζιο, οι βογιάροι στέλνουν τα παιδιά τους στους δύο Έλληνες λόγιους για διδασκαλία ιταλικών. Τον Ιούνιο του 1698, και μετά από επίμονες συκοφαντικές επιστολές εναντίον τους από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεο προς τον πατριάρχη και τις κοσμικές αρχές της Ρωσίας, οι αδελφοί Λειχούδη εγκλείονται στη μονή Novospasskij, και για τον ίδιο λόγο στις 4 Φεβρουάριου 1704 εξορίζονται στη μονή του Αγίου Υπατίου της πόλης Kostroma. Σε ανέκδοτο αυτόγραφο σημείωμα του Σωφρονίου από την περίοδο αυτή (1705) διαβάζουμε «…ως οίον τε ημίν εν τω παρόντι δυστυχεστάτω καιρώ της εξορίας εις το μοναστήριον του άγιου Υπατίου εν τω αγρώ του άστεως Κοστραμά κατά το ¸αψε΄ έτος, μηνί Φευρουαρίω ανεγκλήτως, εν προφάσει μόνον της του πρέσβεως των Τουρκών επελεύσεως, είρηται νυν από τίνος δε τούτο ημίν εγένετο και διατί».
Από την Kostroma τους κάλεσε στο Νόβγκοροντ, στις 31 Ιανουάριου του 1706, ο μητροπολίτης Ιώβ. Εκεί συνέχισαν το διδακτικό τους έργο κατά το πρότυπο της Σλαβογραικολατινικής Ακαδημίας της Μόσχας, ιδρύοντας νέα σχολή με βιβλιοθήκη, πλήρες πρόγραμμα σπουδών κατά τα σύγχρονα ευρωπαϊκά πρότυπα και πολλούς φοιτητές, λαϊκούς και κληρικούς. Το 1707 ο Σωφρόνιος ανεκλήθη στη Μόσχα για επιστημονική εργασία και το 1716 επέστρεφε και ο Ιωαννίκιος. Ήταν όμως και οι δύο αρκετά προχωρημένης ηλικίας και με την εκπαίδευση ασχολήθηκαν ελάχιστα. Στην τελευταία αυτή φάση της ζωής τους επέδειξαν έντονη μεταφραστική δραστηριότητα από τα ελληνικά, τα λατινικά και τα ιταλικά στα σλαβικά, και, σε μία περίπτωση, ο Σωφρόνιος στην απλή ρωσική (την Geographia Generalis του Bernardus Varenius), θέτοντας με τον τρόπο αυτό, κατ’ εντολή του Μεγάλου Πέτρου, τον θεμέλιο λίθο της σύγχρονης γραμματειακής ρωσικής γλώσσας. Για το διδακτικό τους έργο συνέγραψαν σειρά εγχειριδίων, όπως τρεις ελληνικές γραμματικές και δύο λατινικές, μία ελληνική Ποιητική (μετρική τέχνη), δύο Ρητορικές, μία μέθοδο επιστολογραφίας, μία Λογική, μεγάλη σειρά φιλοσοφικών έργων (όλα ερμηνείες του Αριστοτέλη) και πολλά μικρά γραμματικά έργα (για τα ρήματα, για τη σύνταξη, για τα ανώμαλα ονόματα κ.ά.). Η προσφορά των αδελφών Λειχούδη τόσο στον ρωσικό πολιτισμό και την επιστήμη, όσο, κυρίως, στις ελληνικές σπουδές στη Ρωσία είναι ανεκτίμητη. Ίδρυσαν το πρώτο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα στη Μεγάλη Ρωσία (η Ακαδημία του Κιέβου προηγείται κατά αρκετές δεκαετίες), θεμελίωσαν τις ελληνικές σπουδές, οι οποίες για χρόνια μετά τον θάνατό τους συνέχιζαν κατά το πρότυπο που αυτοί είχαν θέσει, δίδαξαν πρώτοι στη Ρωσία ξένες γλώσσες (ελληνικά και ιταλικά), έθεσαν τη βάση των κλασικών σπουδών και, γενικότερα, μεταλαμπάδευσαν στη Ρωσία το πνεύμα της Κρητικής Αναγέννησης, προετοιμάζοντας με τον τρόπο αυτό το έδαφος για τις μεταρρυθμίσεις του Μεγάλου Πέτρου.
Το έργο των αδελφών Λειχούδη συνέχισαν στην Ακαδημία, μετά την απομάκρυνσή τους και ως το 1700, δύο από τους σημαντικότερους φοιτητές τους και πρώην μαθητές της Σχολής του Τυπογραφείου, ο Fedor Polikarpov Orlov (±1670-1731) και о Nikolaj Semenov († 1716). To 1700 πρύτανης της Ακαδημίας γίνεται ο Palladij Rogovskij (1700-1703) που, υπό την επιρροή των φιλοδυτικών ιδεών του Μεγάλου Πέτρου, απομακρύνει οτιδήποτε το ελληνικό από τη ρωσική παιδεία. Μόνο μετά την επιστροφή του Σωφρόνιου Λειχούδη από το Νόβγκοροντ επαναλειτουργεί η Ελληνική Σχολή (1708), αρχικά στο μετόχιο της Παναγίας του Καζάν. Το 1722 μεταφέρθηκε στο κτίριο του Τυπογραφείου της Μόσχας και από το 1724 ενοποιήθηκε με την Ακαδημία. Ωστόσο, το 1740 σε έγγραφα αναφέρεται η πληροφορία ότι στο Τυπογραφείο λειτουργεί Ελληνική Σχολή.
Στην Ελληνική Σχολή δίδαξε για μεγάλο διάστημα και ο Aleksej Barsov (±1673-1736), ένας από τους πρώτους μαθητές αρχικά της Σχολής του Τυπογραφείου και στη συνέχεια της Ακαδημίας. Ο A. Barsov υπήρξε ο πρώτος σημαντικός Ρώσος ελληνιστής. Δίδαξε στην Ελληνική Σχολή από το 1725, όταν πήρε τη θέση του Αθανάσιου Σκιαδά, έως το 1732, που τον αντικατέστησε ο μαθητής του, Jakovlev. Τον Jakovlev διαδέχθηκε στη διδασκαλία της ελληνικής ο Stefan Pisarev, ο επόμενος χρονολογικά σημαντικότερος ελληνιστής μετά τον A. Barsov. Ο A. Barsov μετέφρασε σειρά έργων από τα αρχαία και νέα ελληνικά, σημαντικότερο από τα οποία υπήρξε η Βιβλιοθήκη του Απολλοδώρου, που εκδόθηκε το 1725. Το 1731, μετά τον θάνατο του A. Barsov, διευθυντής του Τυπογραφείου διορίστηκε ο F. Polikarpov, αλλά σε λίγα χρόνια απομακρύνθηκε. Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του μαρτυρικά και πέθανε φυλακισμένος στις 22 Μαΐου 1736.
Στη δεκαετία του 1740 η Ελληνική Σχολή απώλεσε την αυτονομία της και ενοποιήθηκε με τη Λατινική Σχολή. Το 1743 διορίστηκε δάσκαλος ο ιερομόναχος Jakov Blonnitskij, στον οποίο σύντομα ανατέθηκε και η διδασκαλία της εβραϊκής γλώσσας. Έτσι η Σχολή μετατράπηκε σε Ελληνοεβραϊκή. Το πρωί οι φοιτητές διδάσκονταν εβραϊκά και το απόγευμα ελληνικά, τα οποία διδάσκονταν από 4 έως 6 ώρες ημερησίως.
1.3. 18ος AΙ.: ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΛΑΤΩΝ, ΝΙΖΝΑ, ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ, ΟΚΑΖΙΟ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ
Ο 18ος αι. προσφέρει λιγότερα στοιχεία γύρω από το θέμα μας, καθώς αποτελεί μια περίοδο σχετικής ύφεσης της ελληνομάθειας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του γνωστού μητροπολίτη Μόσχας Πλάτωνος (1737-1812), ο οποίος, από αγάπη για τα ελληνικά γράμματα και την ελληνική παιδεία, αποφάσισε να ξεπεράσει όλες τις δυσκολίες, όπως την έλλειψη δασκάλων και βιβλίων στη Μόσχα την περίοδο εκείνη, και να μάθει ελληνικά από μόνος του. Στα απομνημονεύματά του γράφει «…μόλις έφθασε στη φιλοσοφία είδε ότι συναντιόνται πολλές ελληνικές λέξεις και ότι η γνώση της γλώσσας αυτής είναι απαραίτητη• στο σημείο αυτό παρατήρησε ότι μερικοί συμμαθητές του που φοιτούσαν χειρότερα, αλλά γνώριζαν έστω και λίγο την ελληνική γλώσσα, είχαν ένα προβάδισμα, και αυτό ενοχλούσε τον Πέτρο, ότι δηλαδή, αν και ξεπερνά τους συμμαθητές του στα μαθήματα, εξαιτίας της γνώσης αυτής της γλώσσας σαν να υποβιβαζόταν μπροστά τους. Για τον λόγο αυτό ρίχτηκε με πάθος να ικανοποιήσει αυτή του την επιθυμία. Γραμματική ελληνική δεν υπήρχε, ούτε είχε χρήματα να αγοράσει, αλλά ούτε και δάσκαλος υπήρχε. Αλλά και τι δεν κάνει η θερμή επιμέλεια και ο ζήλος… Δανείστηκε από ένα συμμαθητή του μία ελληνική γραμματική στα λατινικά, έργο του Αρχιμανδρίτη Varlaam Ljashevskij, και την αντέγραψε ολόκληρη. Για τον λόγο αυτό έμαθε να γράφει ελληνικά σαν να ζωγραφίζει τα ελληνικά γράμματα από τα τυπωμένα, και ο γραφικός του χαρακτήρας στα ελληνικά έμοιαζε με τα ελληνικά τυπογραφικά στοιχεία. Έχοντας εξασφαλίσει έτσι γραμματική, άρχισε από μόνος του να την μελετά, από μόνος του να διδάσκει τον εαυτό του, από μόνος του να τον ελέγχει και από μόνος του ή να τον επαινεί για την επιμέλειά του ή να τον επικρίνει για την αμέλειά του. Εάν συνέβαινε να μη μπορεί να κατανοήσει μερικά κείμενα, όταν πήγαινε στο σχολείο ρωτούσε τους συμμαθητές του που γνώριζαν ελληνικά και έτσι καταλάβαινε. Κατόπιν και ασκήσεις για μετάφραση από τα ρωσικά στα ελληνικά έβαζε ο ίδιος στον εαυτό του, ρωτούσε ελληνικές λέξεις τους συμμαθητές του και σημείωνε μετά στο σπίτι έγραφε και τα έδειχνε στους συμμαθητές του, οι οποίοι ή τον επαινούσαν ή τον διόρθωναν, κι έτσι προχωρούσε σιγά-σιγά ο Levshinov. Αλλά και αυτό δεν του αρκούσε, διότι δυσκολευόταν, και για τον λόγο αυτό σκέφτηκε να πηγαίνει στο Ελληνικό Μοναστήρι που βρισκόταν κοντά στην Ακαδημία για διακονία, όσο του επέτρεπε ο χρόνος του, και με όλη του την προσοχή άκουγε την ανάγνωση και τις ψαλμωδίες των Ελλήνων• αυτό βοήθησε πολύ τον Πέτρο. Αρκετές λέξεις κατάλαβε και αρκετές φράσεις κατανόησε κι επίσης αφομοίωσε τη σωστή προφορά, αλλά και την ψαλμωδία τους έμαθε λίγο. Μετά, όταν έγινε δάσκαλος στην Ακαδημία, είχε τη δυνατότητα να συναναστρέφεται συχνά Έλληνες και με τη συναναστροφή να μιλά μαζί τους έστω και λίγο ελληνικά και με τον τρόπο αυτό να βελτιώνεται και, χωρίς να το καταλάβει και ο ίδιος, να τελειοποιηθεί. Μπορούσε πια να διαβάζει και να καταλαβαίνει μερικά εύκολα βιβλία στα ελληνικά και να συζητά όσο μπορούσε με τους Έλληνες όχι «απλά», όπως λένε οι Έλληνες, αλλά λόγια. Έτσι, όταν ήταν πια καθηγητής της Ποιητικής στην Ακαδημία, δίδασκε στους φοιτητές την ελληνική γραμματική και πάντα με ικανοποίηση ο Πέτρος έλεγε για τον εαυτό του ότι στην ελληνική γλώσσα είναι «αυτοδίδακτος», και η απόλαυση αυτή υπήρξε η πραγματική ανταμοιβή του για τους πολλούς του κόπους γύρω από την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας.
Μία ακόμα πληροφορία μιλά για διδασκαλία της νέας ελληνικής γλώσσας κατά τα μέσα του 18ου αι. στη Νίζνα. Συγκεκριμένα, ο γνωστός Ρώσος ιστορικός Dmitrij Bantysh-Kamenskij στη βιογραφία του πατέρα του, περίφημου αρχειογράφου και ιστορικού της εποχής της Μεγάλης Αικατερίνης, Nikolaj Bantysh-Kamenskij (1737-1814), αναφέρει ότι αυτός στη δεκαετία του 1740 έμαθε την ελληνική γλώσσα στο σχολείο της ελληνικής κοινότητας της Νίζνας, όπου είχε καταφύγει ως πρόσφυγας από τη Μολδαβία «…γεννήθηκε στην περιοχή του Chernigov στην πόλη της Νίζνας το 1737 (…) από το πατρικό του σπίτι (…) πήγε στο ελληνικό σχολείο της Νίζνας για να μάθει τη λόγια και την απλή ελληνική γλώσσα…».
Κατά το τελευταίο τέταρτο του 18ου αι. παρατηρείται μια αναζωπύρωση της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας στο πλαίσιο του «Ελληνικού Σχεδίου» της Μεγάλης Αικατερίνης. Έτσι, το 1775 λειτούργησε στην Πετρούπολη το «Ελληνικό Γυμνάσιο» που έγινε γνωστό επίσημα ως «Γυμνάσιο Αλλοδαπών Ομοδόξων». Στην προετοιμασία για την ίδρυση του σχολείου συμμετείχε και ο Ευγένιος Βούλγαρης που είχε εγκατασταθεί στη Ρωσία από το 1771. «Το πρόγραμμα διδασκαλίας του Γυμνασίου συμπεριελάμβανε και τα εξής μαθήματα: ιστορία, γεωγραφία, αριθμητική, άλγεβρα, τριγωνομετρία, ιχνογραφία. Ιδιαίτερη σημασία αποδιδόταν στις γλώσσες». Σημαντική θέση ανάμεσα στα ρωσικά, τα γερμανικά, τα γαλλικά, τα ιταλικά και τα τουρκικά κατείχαν και τα ελληνικά. Το Ελληνικό Γυμνάσιο μετατράπηκε σε στρατιωτικό (kadetskij korpus) και από το 1792 μετονομάστηκε σε «Σώμα Αλλοδαπών Ομοδόξων». Ο Grigorij Arsh παρατηρεί ότι ο εξέχων ρόλος που διαδραμάτιζαν οι ξένες γλώσσες στο πρόγραμμα του Σώματος Αλλοδαπών Ομοδόξων πιστοποιεί ότι η ρωσική κυβέρνηση σκόπευε να καταρτίσει στη σχολή αυτή όχι μόνο στρατιωτικούς, αλλά και διπλωμάτες. Και όντως, αρκετοί από τους αποφοίτους του Σώματος υπηρέτησαν στα ρωσικά προξενεία στην Ελλάδα. Τον Δεκέμβριο του 1796 με διάταγμα του τσάρου Παύλου Α’ το Σώμα Αλλοδαπών Ομοδόξων διαλύθηκε. Το βαθύ μίσος του Παύλου για τη μητέρα του εκφράστηκε και στην άρση πολλών αποφάσεών της μόνο και μόνο επειδή προερχόταν από τη Μεγάλη Αικατερίνη και τον κύκλο της.
Το 1784, σε οκάζιο της Αυτοκράτειρας, διαβάζουμε ότι «…από τις ξένες γλώσσες, τα ελληνικά θα πρέπει να προτιμούνται των άλλων και να διδάσκονται υποχρεωτικά στις θεολογικές σχολές, διότι οι Ιερές Γραφές και οι Διδάσκαλοι της Ορθόδοξης Ελληνορωσικής Εκκλησίας μας έγραψαν σ’ αυτήν, αλλά και διότι η γνώση της γλώσσας αυτής συνεισφέρει σε πολλές άλλες επιστήμες. Για τους λόγους αυτούς η Σύνοδός μας, αναθέτοντας σε όποιους πρέπει την εφαρμογή του παρόντος, οφείλει στο εξής μετά την πάροδο τριών ετών να φροντίζει στις ελεύθερες θέσεις που εξαρτώνται από αυτήν να προτείνονται (για διορισμό) κατά προτίμηση άτομα που κατέχουν άπταιστα την ελληνική γλώσσα».
Μετά τη δημοσίευση αυτού του οκαζίου, σύμφωνα με τον έγκριτο ιστορικό της Σλαβογραικολατινικής Ακαδημίας S. Smirnov, στα υπηρεσιακά έγγραφα του κατώτερου κλήρου άρχισε να καταχωρείται βεβαίωση του επιπέδου γνώσης της ελληνικής γλώσσας. Ο μητροπολίτης Πλάτων, ακολουθώντας το προσωπικό του παράδειγμα, έστελνε τους πλέον ταλαντούχους από τους φοιτητές της Ακαδημίας για πρακτική στα ελληνικά, στην ελληνική μονή του Αγίου Νικολάου. Με τον τρόπο αυτό από την Ακαδημία αποφοίτησαν πολλοί φοιτητές με άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας. Στο πλαίσιο της διδασκαλίας αυτής, στην Ακαδημία εμφανίστηκαν μερικά βοηθήματα (εγχειρίδια, διάλογοι, λεξικά) στα οποία συναντάται, εκτός της αρχαίας ή λόγιας ελληνικής, και η κοινή νεοελληνική γλώσσα («Ρωμέϊκα»).
Από το 1777, η Ελληνική Τάξη της Ακαδημίας, κατ’ εντολή του μητροπολίτη Πλάτωνος, χωρίστηκε σε δύο: την Ανώτερη και την Κατώτερη, ανάλογα με το επίπεδο γνώσεων των φοιτητών. Στην Ανώτερη Τάξη διδάσκονταν το δεύτερο μέρος της Γραμματικής του Ljashevskij και μετέφραζαν χωρία της Καινής Διαθήκης με φιλοσοφικά σχόλια, έργα Πατέρων της Εκκλησίας και πεζά έργα κλασικών συγγραφέων. Οι περισσότερο προχωρημένοι παρακολουθούσαν μαθήματα μετρικής. Από το 1789 άρχισε να χρησιμοποιείται για διδασκαλία στην Ακαδημία η Γραμματική, ή κανόνες της απλής ελληνικής γλώσσας, που τυπώθηκε τότε με πρωτοβουλία της Ακαδημίας.
2. Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ ΤΟΥ 19ου ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ 20ου ΑΙ. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΟΔΗΣΣΟΥ ΚΑΙ ΝΙΖΝΑΣ
Στις αρχές του 10ου αι. και υπό την επιρροή των σημαντικών για την Ελλάδα γεγονότων που έλαβαν χώρα, ιδρύονται μία σειρά από ελληνικά σχολεία σε πολλές χώρες της Ευρώπης, όπου ζούσαν Έλληνες, όπως λ.χ. στη Βενετία, το Βουκουρέστι, το Ιάσιο, τη Νίζνα και την Οδησσό.
Στην Οδησσό, πριν την ίδρυση της γνωστής Ελληνικής Εμπορικής Σχολής (1817) είχαν γίνει μερικές απόπειρες ίδρυσης ελληνικών σχολείων: ο ελληνικής καταγωγής υψηλόβαθμός αξιωματούχος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας Βρετός, από το 1800 έως το 1803 ίδρυσε ένα ιδιωτικό σχολείο, όπου εβδομήντα μαθητές μάθαιναν μεταξύ άλλων και την ελληνική γλώσσα. Το 1813, η ελληνική κοινότητα, στο πλαίσιο της εκκλησίας της Αγίας Τριάδος ίδρυσε κάτι σαν ενοριακό σχολείο, όπου «οι μαθητές μάθαιναν ανάγνωση και γραφή της ελληνικής και της ρωσικής γλώσσας, θρησκευτικά, γραμματική των ελληνικών και των ρωσικών». Εκεί, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, δίδασκαν δύο δάσκαλοι και φοιτούσαν εβδομήντα πέντε μαθητές. Με βάση αυτό το σχολείο, ιδρύθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1817 η Ελληνική Εμπορική Σχολή της Οδησσού, η οποία λειτούργησε πάνω από εκατό χρόνια. Η ελληνική γλώσσα κατείχε κεντρική θέση στο παιδαγωγικό σύστημα της Σχολής. Στο πρώτο άρθρο του Καταστατικού αναφέρεται ότι «η Ελληνική Εμπορική Σχολή της Οδησσού οφείλει να έχει ως βασικό αντικείμενο την διδασκαλία της εθνικής μας γλώσσας». Τα νέα ελληνικά λειτουργούσαν ως μεταγλώσσα και για τη διδασκαλία άλλων μαθημάτων, όπως για παράδειγμα «Οι απαραίτητες περί εμπορίου γνώσεις». Το ενδιαφέρον για τη Σχολή αυξανόταν συνεχώς και, σύμφωνα με τον G. Arsh, τον Δεκέμβριο του 1817 αριθμούσε εκατόν εβδομήντα μαθητές, ενώ στα τέλη του ίδιου σχολικού έτους διακόσιους είκοσι οκτώ και το φθινόπωρο του 1819 τριακόσιους πενήντα, μεταξύ των οποίων, εκτός των Ελλήνων (ντόπιων, αλλά και άλλων που είχαν έρθει, για το σκοπό αυτό, από όλο τον τότε ελληνικό κόσμο) φοιτούσαν και Ρώσοι και Ιταλοί. Στο πρόγραμμα σπουδών συμπεριλαμβάνονταν μαθήματα, όπως η ρητορική, η ποιητική, τα θρησκευτικά, η ελληνική ιστορία, η μυθολογία, η αρχαιολογία, η θαλάσσια και εμπορική γεωγραφία, η λογιστική, τα νέα και αρχαία ελληνικά, τα ρωσικά, τα ιταλικά κ.ά. Η Σχολή διέθετε ελληνική βιβλιοθήκη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του έτους 1819 στην Ελληνική Εμπορική Σχολή της Οδησσού δίδασκαν ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος (1755-1830), ο Γεώργιος Γεννάδιος (1786-1854) ως διευθυντής, ο Ιωάννης Μακρής (περ. 1780-1825), ο Ιωάννης Σταμελόπουλος, ο Μιχαήλ Καζώτης (γεν. 1790), ο Γεώργιος Αργυρόπουλος (γεν. περ. 1764), ο Κωνσταντίνος Ανδρεάδης και ο Γεώργιος Ιελινιάτης. Στα τέλη του 1819 άρχισε να διδάσκει και ο Γεώργιος Λαζάνης (1793-1870).
Στις 30 Ιανουάριου 1817, και μετά από πολύχρονες προσπάθειες, κατόπιν πρωτοβουλίας του Έλληνα από τη Νίζνα Στέφανου Μπούμπα, άνοιξε στη Νίζνα και η Ελληνική Σχολή του τσάρου Αλεξάνδρου, που είχε ιδρυθεί κατόπιν αποφάσεως του Αλεξάνδρου του Α’, ήδη από τις 3 Νοεμβρίου του 1811, ειδικά για τους Έλληνες νέους (κατ’ αρχήν τριάντα έξι άτομα). Η Σχολή αποτελούνταν από τρεις τάξεις και το 1837 δίδασκαν εκεί τέσσερις δάσκαλοι. «Στη Σχολή της Νίζνας διδασκόταν ένα και μόνο γνωστικό αντικείμενο: ο ελληνικός πολιτισμός και η ελληνική γλώσσα». Από το 1821 και για είκοσι χρόνια υπηρετούσε εκεί ως δάσκαλος ο Έλληνας λόγιος Χριστόφορος Ιερόπαις.
Οι απολογισμοί του Χριστόφορου Ιερόπαιδος, σχετικά με το πρόγραμμα σπουδών το καλοκαίρι και το χειμώνα του 1823 (…) μας επιτρέπουν την βεβαιότητα, ότι στα μαθήματα του προσπαθούσε να αξιοποιήσει το χρόνο όχι μόνο για την εκμάθηση των κανόνων της γραμματικής, αλλά και για τη γνωριμία των μαθητών με την ηρωική ιστορία του ελληνικού λαού, τη λογοτεχνία της Ελλάδας και τον πολιτισμό της στο σύνολό του. Υπό την επίβλεψή του οι μαθητές μετέφραζαν κείμενα από τη λόγια γλώσσα στην απλή ελληνική, μελετώντας με τον τρόπο αυτό και έργα των αρχαίων συγγραφέων, λογοτεχνικά, ιστορικά και φιλοσοφικά. Όπως φαίνεται δεν υπήρχε έλλειψη υλικού για τη διδασκαλία των κειμένων αυτών.
Με την πάροδο του χρόνου, οι Έλληνες μαθητές της Σχολής μειώθηκαν και για τον λόγο αυτό, το 1868 η ελληνική γλώσσα αφαιρέθηκε από το πρόγραμμα. «Για όσους από τους μαθητές ήθελαν να συνεχίσουν την εκμάθησή της, παρέχονταν σχετική δυνατότητα. Τους δίδασκε ο ιεροψάλτης της ελληνικής εκκλησίας της Νίζνας Alexandr Frolov. Ωστόσο, και τα μαθήματα αυτά συνεχίστηκαν μόνο μέχρι το 1872». Τυπικά, η Ελληνική Σχολή του Τσάρου Αλεξάνδρου στη Νίζνα έκλεισε τον Νοέμβριο του 1919 με την άνοδο στην εξουσία των Μπολσεβίκων, οπότε στο κτίριο της Σχολής, στεγάστηκε ένα απλό σοβιετικό σχολείο.
Για την περίοδο από την αρχή της σοβιετικής εξουσίας και ως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ουσιαστικά, δεν διαθέτουμε πληροφορίες σχετικά με τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας η οποία, κατά πάσα πιθανότητα, είχε πάψει να διδάσκεται συστηματικά με εξαίρεση μερικές απόπειρες που πραγματοποιήθηκαν στους κύκλους της ελληνικής ομογένειας στο νότο της ΕΣΣΔ, από τα τέλη του Εμφυλίου Πολέμου και έως το 1936. Επίσης, μεμονωμένη ήταν η περίπτωση της διδασκαλίας της στο πλαίσιο της Έδρας Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Tomsk, πρόεδρος της οποίας ήταν ο Erich V. Diehl, Διδάκτωρ της Αρχαίας Γραμματείας. Εκεί, από το 1917 έως το 1922 παρέδιδε μαθήματα («Διαλέξεις νεοελληνικής γλώσσας») ο Ελληνας στην καταγωγή Δημοσθένης Κ. Ματσίνας (γεννήθηκε στην Ξάνθη το 1879), ο οποίος στη συνέχεια έπεσε θύμα διώξεων.
3. Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΟΥ Β’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ
Στη μεταπολεμική Μόσχα τα νέα ελληνικά άρχισαν να διδάσκονται από την Αμαλία Α. Ιωαννίδου στο Στρατιωτικό Ινστιτούτο Ξένων Γλωσσών, από το 1945 έως το 1949. Η Α. Ιωαννίδου, Ελληνίδα, σύζυγος του ομογενούς Αλέξανδρου Ιωαννίδη, σπούδασε στο Παρίσι και ζούσε στη Μόσχα από το 1922. Έγραψε το πρώτο σοβιετικό Ρωσοελληνικό Λεξικό, που κυκλοφορεί σε αλλεπάλληλες επανεκδόσεις μέχρι σήμερα. Η Ιωαννίδου δεν διέθετε κατάλληλα εγχειρίδια διδασκαλίας και χρησιμοποιούσε λογοτεχνικά κείμενα, που διαμόρφωνε η ίδια σύμφωνα με τις διδακτικές της ανάγκες και τη γραμματική της καθαρεύουσας, την οποία ουσιαστικά και δίδασκε.
Την ίδια περίοδο, στο κλειστό αυτό Ινστιτούτο που προετοίμαζε στρατιωτικούς μεταφραστές σπούδασε και η Marina L. Rytova, που έμελλε στη συνέχεια να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διδασκαλία της νέας ελληνικής στη Ρωσία. Αρχικά, η Μ. Rytova εργάστηκε ως μεταφράστρια της Κεντρικής Επιτροπής (ΚΕ) του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ) και του Nikita Khrushchev, ενώ στη συνέχεια προσανατολίστηκε στη διδασκαλία, χωρίς, ωστόσο, να εγκαταλείψει και το έργο του μεταφραστή και διερμηνέα. Από το 1960 μέχρι το θάνατό της (2009) δίδασκε ανελλιπώς την ελληνική γλώσσα στο Κρατικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων της Μόσχας (MGIMO). Αντιμετώπισε και αυτή το ίδιο πρόβλημα με την Ιωαννίδου όσον αφορά το διδακτικό υλικό. Η Μ. Rytova χρησιμοποίησε για διδασκαλία τη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη και κείμενα που συνέτασσε η ίδια ειδικά για τους ρωσόφωνους μαθητές της. Χρειάστηκαν δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια μόχθου για να κατορθώσει, το 1974, να εκδώσει το πρώτο στην ΕΣΣΔ εγχειρίδιο νέων ελληνικών με τίτλο Πρακτικά μαθήματα Νέων Ελληνικών, με βάση τη διδακτική της εμπειρία. Το εγχειρίδιο αυτό υπήρξε η βάση για τη διδασκαλία των νέων ελληνικών επί σειρά ετών «…στη δεκαετία του ’70 μάθαινα ελληνικά με ιδιαίτερα μαθήματα από το εγχειρίδιο αυτό, που ήταν μοναδικό και που δεν το είχαμε σε έντυπη μορφή, αλλά με έναν αυτοσχέδιο τρόπο πολλαπλασιασμένο…», θυμάται σήμερα ο Boris Fonkich. Εκτός από το Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων, η Μ. Rytova δίδαξε νέα ελληνικά και στο Κρατικό Γλωσσολογικό Πανεπιστήμιο Μόσχας από το 1990 έως το 1998, στο Παιδαγωγικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας, από το 1981 έως το 1989, και από το 1994 μέχρι σήμερα. Μία ακόμα προσφορά της Μ. Rytova στον τομέα της διδασκαλίας της νέας ελληνικής στην ΕΣΣΔ υπήρξαν τα επιμορφωτικά σεμινάρια για ομογενείς δασκάλους που πρόσφερε από το 1981 έως το 1996 στη Γεωργία, την Ουκρανία και τη νότια Ρωσία. Ταξίδευε, χωρίς αμοιβή, στις περιοχές αυτές δύο φορές τον χρόνο επί δύο εβδομάδες και «δίδασκε στους δασκάλους τί θα πουν το επόμενο εξάμηνο στην τάξη», όπως έλεγε η ίδια.
Στο μεγαλύτερο εκπαιδευτικό και επιστημονικό ίδρυμα της Ανατολικής Ευρώπης, το Κρατικό Πανεπιστήμιο Μόσχας «Λομονόσοφ», τα νέα ελληνικά άρχισαν να διδάσκονται επισήμως το 1961 από την Κατίνα Ζορμπαλά. Νωρίτερα, και εκτός προγράμματος, δίδασκαν μερικοί πολιτικοί πρόσφυγες, όπως λ.χ. ο Τάκης Χιωτάκης και ο Σταμάτης Γιαννακόπουλος (Πέτρος Ανταίος). Τον Σεπτέμβριο του 1961, ο τότε Κοσμήτορας της Σχολής Φιλολογίας, καθηγητής Petr A. Zajontkovskij, κάλεσε την К. Ζορμπαλά και της πρότεινε να αναλάβει τη διδασκαλία των νέων ελληνικών. Σύντομα η Ζορμπαλά, που δεν ήταν φιλόλογος, αλλά ηθοποιός, ξεπέρασε τους πρώτους ενδοιασμούς της και άρχισε να διδάσκει στο Τμήμα Κλασικής Φιλολογίας. Για τη διδασκαλία χρησιμοποίησε διάφορα βιβλία, όπως λ.χ. αλφαβητάρια και εγχειρίδια των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων, που της τα έστελναν από την Τασκένδη, τυπωμένα κυρίως στη Ρουμανία. Η Ζορμπαλά δίδαξε στο Πανεπιστήμιο μέχρι το 1976, οπότε και επέστρεψε στην Ελλάδα. Το 1976, και για μερικούς μήνες, δίδαξε ο Viktor Sokoljuk. Σύντομα ανέλαβε τη διδασκαλία η Tatjana Samojlenko, η οποία διδάσκει μέχρι σήμερα με το βαθμό του λέκτορα. Η Samojlenko, απόφοιτος του Τμήματος Κλασικής Φιλολογίας, ασχολείται, εκτός από τη διδασκαλία της γλώσσας και με την πρώιμη νεοελληνική λογοτεχνία, θέμα για το οποίο ετοιμάζει διδακτορική διατριβή. Στο Τμήμα αυτό δίδαξαν, επίσης, κατά περιόδους, η αναπληρώτρια καθηγήτρια Irina Kovaleva, άριστη μεταφράστρια της ελληνικής ποίησης στα ρωσικά και γνώστρια της νεοελληνικής γλωσσικής, φιλολογικής και πολιτισμικής πραγματικότητας, η επίκουρη καθηγήτρια Anna Mikhajlova, έξοχη γνώστρια της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονικότητά της, και η Νατάλια Νικολάου. Σήμερα, στο Τμήμα Κλασικής Φιλολογίας τα νέα ελληνικά διδάσκονται σε τριετή κύκλο (από το τέταρτο έως το ένατο εξάμηνο) και διδάσκει η απόφοιτος του Τμήματος, Λέκτωρ Inna Sheff.
3.1. Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΡΗΜΑΤΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΚΑΙ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ LOMONOSOV ΚΑΙ Η ΣΤΕΛΕΧΩΣΗ ΤΟΥ
Από το 1996 λειτουργεί πλέον στο Πανεπιστήμιο Lomonosov το Τμήμα Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας. Πρώτος πρόεδρος του Τμήματος ήταν ο καθηγητής Δημήτρης Γιαλαμάς (1996-2009), ειδικός σε θέματα λογιών και κειμένων της εποχής της Τουρκοκρατίας, όπως επίσης και στις ελληνορωσικές σχέσεις κατά τον 16o-18ο αιώνα. Από το 2009 μέχρι και σήμερα, Πρόεδρος είναι ο Καθηγητής M.V. Bibikov. Στο Τμήμα αυτό διδάσκουν καθηγητές όλων των βαθμίδων, βυζαντινολόγοι και νεοελληνιστές. Διδάσκουν οι τακτικοί καθηγητές Boris Fonkich, Mikhail Bibikov, ειδικοί στη βυζαντινή ιστορία και γραμματεία, Dmitrij Afinogenov, ειδικός στην ιστορία της ελληνικής της βυζαντινής περιόδου, η αναπληρώτρια καθηγήτρια Irina Tresorukova, υπεύθυνη του προγράμματος διδασκαλίας νέας ελληνικής γλώσσας του Τμήματος, ειδική σε θέματα ελληνικής λεξικολογίας, φρασεολογίας, λεξικογραφίας και ελληνικού θεάτρου, η αναπληρώτρια καθηγήτρια Ksenia Klimova, ειδική σε θέματα της εθνογλωσσολογίας, η επλικουρη καθηγήτρια Iulia Mantova, ειδική σε θέματα της βυζαντινής λογοτεχνίας, η λέκτορας Tatjana Samojlenko και διάφοροι προσκεκλημένοι καθηγητές από άλλα τμήματα και σχολές του Πανεπιστημίου και Ερευνητικά Ιδρύματα της Ακαδημίας Επιστημών της Ρωσίας. Μία από τις σημαντικότερες καθηγήτριες του Τμήματος υπήρξε από την ίδρυσή του έως το 2002 η διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Lomonosov της Μόσχας και ειδική σε θέματα συγκριτικής λογοτεχνίας και ιστορίας της σύγχρονης τέχνης Μαρία Τσαντσάνογλου. Η Μ. Τσαντσάνογλου έθεσε τις βάσεις για τη διδασκαλία της ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο Τμήμα και επί σειρά ετών προετοίμασε την διαδοχή της από τις τάξεις των τότε φοιτητών και σήμερα αποφοίτων του Τμήματος (A. Zharkaja, ιστορικός νεοελληνικής λογοτεχνίας, Ο. Fedina, ειδική σε θέματα νεοελληνικών του Μεσαίωνα και κρητικής και κυπριακής λογοτεχνίας, Ε. Sartori κ.α.). Το πρόγραμμα μαθημάτων περιλαμβάνει όλα τα βασικά γνωστικά αντικείμενα της βυζαντινής και νεοελληνικής φιλολογίας: εντατική διδασκαλία των κλασικών γλωσσών (αρχαία ελληνικά, λατινικά και παλαιοσλαβικά), αρχαία ελληνική και βυζαντινή γραμματεία (κυρίως βυζαντινούς συγγραφείς) ελληνική παλαιογραφία, νέα ελληνική γλώσσα (πρακτική διδασκαλία, φωνητική, μορφολογία, σύνταξη, λεξικολογία, υφολογία, ταυτόχρονη μετάφραση), νεοελληνική λογοτεχνία – μαθήματα κορμού και πλήθος μαθημάτων επιλογής, που καλύπτουν τη νεοελληνική λογοτεχνία, από τον 16ο αι. έως τις ημέρες μας, και συμπεριλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, θέματα συγκριτικής λογοτεχνίας και ποιητική μετάφραση–, κλασική, βυζαντινή και νεοελληνική τέχνη κ.ά. Η διδασκαλία πολλών από αυτά τα μαθήματα γίνεται στα νέα ελληνικά. Από την ίδρυση του Τμήματος τακτική συμμετοχή με κύκλους διαλέξεων για τη νεοελληνική ποίηση έχει η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Sonja Il’inskaja. Από το 1999 το Τμήμα Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Lomonosov, με εξουσιοδότηση του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας (Θεσσαλονίκη), πραγματοποιεί με επιτυχία εξετάσεις πιστοποίησης ελληνομάθειας για τους πολίτες της Ρωσικής Ομοσπονδίας που επιθυμούν να λάβουν πιστοποιητικό γνώσεων της ελληνικής γλώσσας.
3.2. Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΕ ΑΛΛΑ ΑΕΙ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ
Η διδασκαλία των Ελληνικών σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ρωσίας Τα ελληνικά διδάσκονται στο Κρατικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων της Μόσχας από το 1960, με υπεύθυνη τότε την τακτική καθηγήτρια Marina Rytova. Μετά τον θάνατό της την Rytova διαδέχθηκε η Καθηγήτρια Irina Tolstikova (2009-2016) και μετά την συνταξιοδότησή της τη διεύθυνση του Τμήματος έχει αναλάβει η μαθήτριά της Anna Toropova (από το 2016 κ.ε.). Ως αποτέλεσμα της συστηματικής και μεθοδικής αυτής διδασκαλίας πολλοί Ρώσοι διπλωμάτες που στελεχώνουν τις ρωσικές Πρεσβείες στην Ελλάδα και την Κύπρο, απόφοιτοι του Ινστιτούτου, έχουν παρακολουθήσει τα μαθήματα αυτά και μιλούν καλά την ελληνική γλώσσα. Τα ελληνικά διδάσκονται σε τρεις σχολές του Ινστιτούτου: στη Σχολή Διεθνούς Δημοσιογραφίας, τη Σχολή Διεθνών Σχέσεων και τη Σχολή Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων.
Τη μακραίωνη παράδοση διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας συνεχίζει και η Θεολογική Ακαδημία της Μόσχας (Sergiev Posad), όπου λειτουργούν τμήματα αρχαίων και νέων ελληνικών. Υπεύθυνος του Νεοελληνικού Προγράμματος είναι ο ιερομόναχος Dionisij (Shlenov). Διδάσκει, επίσης, ο Aleksej Sokoljuk.
Στο Κρατικό Παιδαγωγικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας λειτούργησε Ελληνικό Τμήμα, με Πρόεδρο τη Marina Rytova, όπου δίδασκαν η αναπληρώτρια καθηγήτρια Tatjana Svirina, η αναπληρώτρια καθηγήτρια Galina Krobet, ενώ επί σειρά ετών (1981-1989 και 1994-1997) δίδαξε και ο αναπληρωτής καθηγητής Viktor Sokoljuk.
Η νέα ελληνική διδάσκεται προαιρετικά και στους φοιτητές της Ιστορικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Lomonosov, που ασχολούνται με την έρευνα της ελληνικής ιστορίας, όπου δίδασκε η λέκτορας Ευτυχία Φαρμάκη-Davankova.
Σημαντικότατη είναι η λειτουργία του Τομέα Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας στο πλαίσιο του Τμήματος Γενικής Γλωσσολογίας του Κρατικού Πανεπιστημίου Αγίας Πετρούπολης, που λειτουργεί από το 1985. Επικεφαλής του Τομέα είναι η τακτική καθηγήτρια Fatima Eloeva, που είναι και υπεύθυνη για τη νεοελληνική κατεύθυνση, ενώ η βυζαντινή κατεύθυνση λειτούργησε, αρχικά, υπό την επίβλεψη του διαπρεπούς βυζαντινολόγου καθηγητή Jakov Ljubarskij και μετά το θάνατό του (2003) από το βυζαντινολόγο Sergej Ivanov. Ο Τομέας Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας περιλαμβάνει κλασική, βυζαντινή και νεοελληνική κατεύθυνση.
Στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Kuban’, στην πόλη Κρασνοντάρ, λειτουργεί Τμήμα Αγγλικής και Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Στα πανεπιστήμια της νότιας Ρωσίας (Νοβοροσίσκ και Σταυρούπολης) διδάσκουν ελληνικά και αποσπασμένοι εκπαιδευτικοί από το Υπουργείο Παιδείας της Ελλάδας.
Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των τμημάτων αυτών διαδραματίζει το Πρόγραμμα «ΙΑΣΩΝ» του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με την προσφορά ελληνικών βιβλιοθηκών, τεχνικού εξοπλισμού, αλλά και την εξασφάλιση της δυνατότητας παρακολούθησης σεμιναρίων, τόσο για τους καθηγητές των Τμημάτων τα οποία συμμετέχουν στο Πρόγραμμα, όσο και για τους φοιτητές με προχωρημένο επίπεδο γνώσεων. Συστηματική αρωγή στα τμήματα ελληνικών σπουδών έχουν προσφέρει το Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης, τα Υπουργεία Πολιτισμού και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων της Ελλάδας, η Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού και η Βουλή των Ελλήνων. Ουσιαστική είναι, επίσης, η συνεισφορά των Πανεπιστημίων Αθηνών (Πρόγραμμα ΘΥΕΣΠΑ), Κύπρου (Σχολείο Ελληνικής Γλώσσας), Θεσσαλονίκης και Αιγαίου (Θερινό Πρόγραμμα Ελληνικής Γλώσσας), όπως και το πρόγραμμα θερινών μαθημάτων ελληνικής γλώσσας του Ι.Μ.Χ.Α. που, συστηματικά και στη βάση διαπανεπιστημιακών συμφωνιών, παρείχαν (και μερικά από αυτά συνεχίζουν να παρέχουν) φιλοξενία και γνώσεις στους Ρώσους νεοελληνιστές.
Κατά την περίοδο από το 1996 μέχρι σήμερα το Τμήμα Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Lomonosov της Μόσχας και ο αντίστοιχος Τομέας του Κρατικού Πανεπιστημίου της Αγίας Πετρούπολης προσκάλεσαν, για σειρές διαλέξεων, καθηγητές βυζαντινολόγους και νεοελληνιστές από Πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού, οι οποίοι αφενός συμπλήρωσαν το δύσκολο έργο των καθηγητών των τμημάτων αυτών προσφέροντας τις πολύτιμες γνώσεις τους, και αφετέρου έθεσαν τις βάσεις μιας διεθνούς συνεργασίας των ρωσικών πανεπιστημίων με τα μεγαλύτερα ερευνητικά κέντρα του κόσμου. Ενδεικτικά, αναφέρω τους καθηγητές κκ. Igor Shevchenko (Cambridge), Αντωνιο-Αιμίλιο Ταχιάο (Θεσσαλονίκη). Αθανάσιο Μαρκόπουλο (Αθήνα). Reiner Stichel (Münster). Franz Tinnefeld (Μόναχο), Mario Vitti (Βιτέρμπο), Μιχάλη Πιερή (Λευκωσία), Ιωάννη Καζάζη (Θεσσαλονίκη), Hans Eideneier (Αμβούργο), Νίκη Eideneier (Αμβούργο), Peter Mackridge (Οξφόρδη), Δημήτρη Τζιόβα (Birmingham), Δανιήλ Ιακώβ (Θεσσαλονίκη), Ερατοσθένη Καψωμένο (Ιωάννινα), Γιάννη Δάλλα (Αθήνα). Πολύμνια Αθανασιάδου (Αθήνα), Δέσποινα Χειλά-Μαρκοπούλου (Αθήνα), Αθανάσιο Ζήση (Ιωάννινα), Μιχαήλ Πάτση (Αθήνα), Διονύσιο Μαρούλη (Αθήνα) και πολλούς άλλους.